-
1 Ρίχνω στάχτη στα μάτια
• Пускать пыль в глазаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ρίχνω στάχτη στα μάτια
-
2 στάχτη
-
3 пускать
пускатьнесов1. (отпускать) ἀφήνω, ἀπολύω:\пускать птицу на волю ἀφήνω τό πουλί ἐλεύθερο· \пускать детей в театр ἀφήνω τά παιδιά νά πᾶνε στό θέατρο·2. (впускать) ἐπιτρέπω τήν είσοδο, ἀφήνω νά μπή·3. (приводить в движение) βάζω σέ κίνηση, θέτω εἰς ἐνέργειαν, βάζω μπρος:\пускать завод θέτω σέ ἐνέργεια ἐργοστάσιο· \пускать машину θέτω σέ κίνηση μηχανή, βάζω μπρος τή μηχανή· \пускать часы βάζω μπρος τό ρολόΓ \пускать в эксплуатацию ἀρχίζω τήν ἐκμετάλλευση [-ιν]·4. (воду, пар и т. п.) ἀνοίγω· 5.:\пускать корни прям., перен ριζοβολῶ, πιάνω ρίζες, ριζώνω· \пускать ростки βγάζω βλαστάρια· ◊ \пускать в обращение что-л. βάζω (или θέτω) σέ κυκλοφορία· \пускать в продажу ἀρχίζω νά πουλώ, ἐκθέτω είς πὠλησιν \пускать в ход все средства χρησιμοποιώ ὀλα τά μέσα, κινώ γή καί οὐρανό· \пускать слух διαδίδω φήμη· \пускать поезд под откос ἐκτροχιάζω τραίνο· \пускать судно ко дну βυθίζω (или καταποντίζω) πλοίο· \пускать стрелу́ ρίχνω βέλος· \пускать по миру ἀφήνω (или ρίχνω) στους πέντε δρόμους· \пускать кровь кому́-л. κάνω ἀφαίμαξη σέ κάποιον· \пускать (себе) пу́лю в лоб τινάζω τά μυαλά μου στον ἀέρα· \пускать пыль в глаза ρίχνω στάχτη στά μάτια· \пускаться1. (отправляться) ξεκινώ, πηγαίνω:\пускаться бежать τό βάζω στά πόδια· \пускаться вдогонку за кем-л. τρέχω τό κατόπι, τρέχω πίσω ἀπό κάποιον \пускаться в дорогу, \пускаться в путь ξεκινώ·2. (начать делать что-л.) ἀρχίζω:\пускаться во что́-л. ἐπιχειρώ, ἀρχίζω ἐπιχείρηση (предпринимать)· \пускаться в поиски чего-л., кого-л. ἀρχίζω νά ψάχνω, ἀρχίζω τήν ἀναζήτηση· \пускаться вскачь ξεκινώ καλπάζοντας, καλπάζω· \пускаться в подробности μπαίνω σέ λεπτομέρειες· \пускаться в рассуждения ἀρχίζω τίς συζητήσεις. -
4 μάτι
τό1) глаз, око;τα κομμένα μάτια — запавшие глаза;
μισοκλείνω τα μάτια — щуриться;
χαμηλώνω τα μάτια — опустить глаза, потупиться;
2) глаза, зрение;έχω καλό ( — или δυνατό) μάτι — иметь хорошее, острое зрение;
3) взгляд, взор;4) дурной глаз;έχω κακό μάτι — иметь дурной глаз;
τό μάτι μη σε πιάσει — чтоб тебя не сглазили;
5) бот. глазок, почка;6) конфорка (кухонной плиты); 7) петля (в вязаных, плетёных вещах);§ μάτι νερού — ключ, родник;
αυγά μάτια — яичница-глазунья;
μάτι της θάλασσας — водоворот;
(на море);μάτι της εταζέρας — отделение этажерки;
ρίχνω στάχτη στα μάτια — пускать пыль в глаза;
καρφώνω τα μάτια — вперить взгляд (в кого-л., во что-л.); — уставиться (разг), пялить глаза (прост.) (на кого-л.);
παίρνω τα μάτια μου (καί φεύγω) — уходить без оглядки;
χτυπώ στο μάτι — а) бросаться в глаза1; — б) привлекать внимание;
αδτή μοβ χτύπησε στο μάτι — она мне приглянулась, понравилась;
κάνω ( — или κλείνω, πατώ) το μάτι σε κάποιον — подмигивать кому-л.;
κάνω τα γλυκά μάτια — строить глазки;
δεν πιστεύω στα μάτια μου — не верить своим глазам;
κλείνω ( — или σφαλώ) τα μάτια μου — закрыть глаза, умереть;
δεν έχω κανένα να μού κλείσει τα μάτια — некому будет закрыть мне глаза (о полном одиночестве);
κλείνω τα μάτια — или κάνω στραβά μάτια — закрывать глаза (на что-л.);
ανοίγω κάποιου τα μάτι — открывать кому-л. глаза (на что-л.);
ανοίγω τα μάτι μου — а) открывать глаза, просыпаться; — б) перен. прозревать;
έχω τα μάτια μου (δεκα)τέσσερα — смотреть во все глаза;
τα μάτια σου τέσσερα ( — или δεκατέσσερα)! — смотри в оба!;
δεν έχω μάτια να τον δώ — я его видеть не могу;
τον έχω ( — или τον έβαλα) στο μάτι — он у меня на примете;
τον πήρε το μάτι μου — я его заметил;
τον πήρα (με) καλό (κακό) μάτι — он мне понравился (не понравился) с первого взгляда;
την έβαλα στο μάτι — я положил на неё глаз, она будет моей;
βγάζω τα μάτια μου μοναχός μου — я сам себя наказал;
παίρνω κάτι μπροστά απ' τα μάτια κάποιου — взять что-л, из-под носа у кого-л.;
δείχνω ( — или βάζω) κάη μπροστά στα μάτια κάποιου — ткнуть носом кого-л. во что-л.;
δεν ξεκολλώ τα μάτια μου από κάποιον — не спускать глаз с кого-л.;
φυλάγω σαν τα μάτια μου — беречь как зеницу ока;
τό παιδί και τα μάτια σου — не спускай с ребёнка глаз, смотри за ним как следует;
τρώγω κάποιον με τα μάτια μου — пожирать кого-л. глазами;
δεν σηκώνω τα μάτια μου από κάποιον — не сводить глаз с кого-л.;
δεν χορταίνει το μάτι μου — или έχω μάτι ανεχόρταγο — быть ненасытным, алчным;
όσο παίρνει το μάτι — насколько хватает глаз, огромный (о пространстве);
δεν μού γεμίζει το μάτι — а) не стоит этих денег; — б) мне кажется, что эτο — не так красиво (ценно, интересном т. п.);
τον έχει σαν τα μάτια του — он ему дороже собственных очей;
μαύρισε το μάτι μου από την πείνα — у меня потемнело в глазах от голода;
με πιάνει το μάτι — меня легко сглазить;
παίζει ( — или πετάει — или ξεπετά) το μάτι μου — у меня глаз дёргается (ток. примета — к встрече с кем-л.);
δεν έχεις μάτια;
ты что, слепой?;θα σού φάω το μάτι — я тебе отомщу;
μάτι με μάτι — с глпзу на глаз;
με τα μάτια μου — своими глазами;
με το μάτι — на глаз, на глазок;
με γυμνό μάτι — невооружённым глазом;
γιά τα (μαύρα) μάτια — или. γιά τα μάτια (τού κόσμου) — для вида, для отвода глаз;
γιά τα ωραία μάτια — роди прекрасных глаз;
γιά τα μαύρα σου τα μάτια ирон. — ради твоих прекрасных глаз;
με κλειστά (τα) μάτια — безрассудно, слепо; — не глядя; — с закрытыми глазами, не размышляя;
μέσα ( — или μπροστά) στα μάτια μας — на наших глазах;
(σού ορκίζομαι) στα μάτια μου — клянусь тебе жизнью!;
μέσ'τά μάτια — в в глаза;
να μη σε ιδούν τα μάτια μου! — уходи с глаз долой!;
να μη σε ξαναδούν τα μάτια μου — не попадайся мне больше на глаза;
να μού βγούνε ( — или χυθούν) τα μάτια! — пусть лопнут мой глаза!;
να μη χαρώ τα μάτια μου! — пусть я ослепну!, чтоб мне света белого не видеть! (в клятвах);
μάτιа μου! — любовь моя1, мой дорогой!, свет очей моих!;
τό γινάτι βγάζει μάτι — погов. ≈ — упрямство до добра не доведёт;
η
πραμάτεια θέλει μάτια — посл. ≈ — товар показ любит;τα μάτια πού δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται — погов, ≈ — с глаз долой — из сердца вон;
φάτε μάτια ψάρια και η κοιλιά περίδρομο — погов. хоть видит око, да зуб неймёт
-
5 очки
очкимн. τά ματογυάλια, τά γυαλιά, τά διόπτρα:защитные \очки а) τά γυαλιά τοῦ ήλιου (от солнца), б) τά προφυλακτικά γυαλιά (у сварщиков и т. п.)· ◊ втирать \очки разг ρίχνω στάχτη στά μάτια· смотреть на все сквозь розовые \очки τά βλέπω ὅλα ρόδινα. -
6 пыль
пыльж ἡ σκόνη, ἡ κόνις, ὁ κονιορτός:у́гольная \пыль ἡ καρβουνόσκονη· поднимать \пыль σηκώνω σκόνη· сметать \пыль σκουπίζω τήν σκόνη, ξεσκονίζω· \пыль стои́т столбом ἐχει σηκωθεί κουρνιαχτός· ◊ пускать \пыль в глаза ρίχνω στάχτη στά μάτια. -
7 throw dust in someone's eyes
(to try to deceive someone.) ρίχνω στάχτη στα μάτια -
8 втереть
вотру, вотрёшь, παρλθ. χρ. втер, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. втертый, βρ: втерт, -а, -о, επίρ. μτχ. втерев, κ. втерши, ρ.σ.μ.1. εντρίβω, μαλάσσω•втереть мазь в кожу κάνω εντριβή του δέρματος με αλοιφή.
2. μτφ. (απλ.) καταφέρνω να βάλλω κάποιον στη δουλειά, υπηρεσία.εκφρ.втереть очки (кому) – ρίχνω στάχτη στα μάτια κάποιου (ξεγελώ, απατώ).εισχωρώ, διεισδύω, χώνομαι•втереть в толпу χώνομαι στο πλήθος.
|| υπεισέρχομαι, εισχωρώ επιτήδεια, τρυπώνω•втереть в кампанию κολλώ στην παρέα.
εκφρ.втереть в доверие – επιτήδεια αποκτώ την εμπιστοσύνη. -
9 замазать
ажу-ажешьρ.σ.μ.1. βάφω• αλείφω• επιχρωματίζω, επιχρείω.2. (συγ)καλύπτω, σκεπάζω, αποσιωπώ• κρύβω•замазать недостатки καλύπτω τις αδυναμίες•
замазать противоречия συγκαλύπτω τις αντιθέσεις.
3. βουλώνω με κολλώδη ουσία•замазать окна στοκάρω τα παράθυρα•
щели βουλώνω τις χαραμάδες.
4. λερώνω, πασαλείφω.εκφρ.замазать глаза кому – ρίχνω στάχτη στα μάτια κάποιου (εξαπατώ επιτήδεια)•замазать рот – βουλώνω το στόμα (αποστομώνω).λερώνομαι, πασαλείφομαι. -
10 покров
-а α.1. κάλυμμα, στρώμα, επίθεμα, σκέπη• περίβλημα•-растительности βλάστηση• χλωρίδα•
снежный покров στρώμα χιονιού•
волосяной покров τριχωτό κάλυμμα, το τρίχωμα•
кожный покров δερμάτινο κάλυμμα•
покров тумана στρώμα ομίχλης.
2. παλ. καλύπτρα, νυφικό πέπλο. || παλ. το (πάνινο) κάλυμμα του φέρετρου. || -ы πλθ. ελαφρά γυναικεία ενδύματα κάλυψης.3. παλ. προστασία, σκέπη.εκφρ.под -ом темноты, ночи – καλυπτόμενος από το σκοτάδι, τη νύχτα•набросить покров – ρίχνω στάχτη στα μάτια (αποπλανώ).• снять (сорвать) покров ξεσκεπάζω, αποκαλύπτω, φανερώνω, αφαιρώ το προσωπείο•покров ночи – ο πέπλος της νύχτας.
См. также в других словарях:
ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… … Dictionary of Greek
στάχτη — και σπάν. τ. στάκτη, η, Ν 1. τέφρα, σποδός, ό,τι απομένει μετά την καύση ενός πράγματος 2. ο μικρομύκητας ερυσίθη 3. η ασθένεια τών αμπελιών που προκαλείται από την ερυσίβη 4. φρ. α) «ρίχνω στάχτη στα μάτια» παραπλανώ, εξαπατώ κάποιον β) «όλα… … Dictionary of Greek
στάχτη — η 1. ό,τι απομένει από την καύση κάποιου πράγματος, τέφρα. 2. συνηθ. φρ., «Ρίχνω στάχτη στα μάτια», εξαπατώ κάποιον έντεχνα· «Έγιναν όλα στάχτη», καταστράφηκαν εντελώς. 3. αρρώστια των φυτών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek